- απογειώνω
- απογειώνω, απογείωσα βλ. πίν. 3——————Σημειώσεις:απογειώνω : με σύγχρονη μεταφορική κυρίως έννοια (συναρπάζω, εξυψώνω, π.χ. το θέαμα αυτό είναι καταπληκτικό, σε απογειώνει!).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.